- μαστόρισσα
- η мастерица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαστόρισσα — η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας] νεοελλ. 1. η σύζυγος τού μάστορα 2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα 3. μοδίστρα 4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες,… … Dictionary of Greek
μαστόρισσα — η βλ. μάστορας, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάστορας — μάστορας, ο και μάστορης, ο θηλ. μαστόρισσα 1. ο αρχιτεχνίτης, ο επικεφαλής ομάδας εργατών: Ας αποφασίσει ο μάστορας. 2. ο έμπειρος τεχνίτης: Θα έρθει ο μάστορας να διορθώσει τη βλάβη. 3. επιτήδειος, επιδέξιος άνθρωπος: Είναι μάστορας στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)